παιδοτριβώ

παιδοτριβώ
παιδοτριβῶ, -έω (Α) [παιδοτρίβης]
1. είμαι παιδοτρίβης, δηλ. δάσκαλος τής γυμναστικής
2. εκπαιδεύω, γυμνάζω τα παιδιά στην πάλη
3. είμαι παιδεραστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”